- χρίεται
- χρί̱εται , χρίωtouch the surface of a body slightlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek